- ἀρνητικούς
- ἀρνητικόςdenyingmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πράξεις αριθμητικές — Στα μαθηματικά, και ιδιαίτερα στην αριθμητική και στην άλγεβρα, ο όρος πράξη χρησιμοποιείται ως συνώνυμο των νόμων σύνθεσης, δηλαδή των κανόνων που επιτρέπουν τον συνδυασμό ν αριθμών ή, γενικότερα, ν στοιχείων δεδομένων κατά μια τάξη, και… … Dictionary of Greek
άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… … Dictionary of Greek
αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… … Dictionary of Greek
ει — (I) εἰ (Α) Ι. 1. μόριο που χρησιμοποιείται ως επιφώνημα με προστακτική ή έγκλιση επιθυμίας για να δηλώσει προτροπή («εἰ δὲ σὺ μὲν ἄκουσον», Ιλ. Ι) 2. σε ευχές με ευκτική 3. συνήθως ακολουθείται από το γαρ («αἴ γὰρ δὴ οὕτως εἴη», Ιλ. Δ) 4. σε… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
μεταβλητότητα — Ο όρος χρησιμοποιείται στη στατιστική προκειμένου να χαρακτηρίσει τον τρόπο με τον οποίο μεταβάλλονται οι όροι μιας στατιστικής σειράς. Ως μ. μιας στατιστικής σειράς α1, α2..., αν χαρακτηρίζεται, συνήθως, ένας από τους εξής δύο μη αρνητικούς… … Dictionary of Greek
ολιγοφρενία — (Ιατρ.). Περιλαμβάνει μια μεγάλη ποικιλία καταστάσεων που διαφέρουν μεταξύ τους σε βαθμό, αιτία, παθολογία και, από κοινωνικής μορφωτικής άποψης, έχουν πάντως ως κοινό παρονομαστή πνευματική ανεπάρκεια, διάφορης βαρύτητας. Η μελέτη της ο. έφτασε… … Dictionary of Greek
παραγοντικό — (Μαθημ.). Ονομάζεται έτσι στα μαθηματικά ο αριθμός 1 2 3 ... ν, όπου ν τυχόν φυσικός αριθμός, μεγαλύτερος ή ίσος του 2, και συμβολίζεται ν! Η σημασία του συμβόλου αυτού επεκτείνεται και για ν = 0 και ν = 1 με τους ορισμούς 0! = 1 και 1! = 1.… … Dictionary of Greek
πλησιομονάς — η, Ν ζωολ. γένος βακτηρίων που περιλαμβάνει αρνητικούς κατά Γκραμ βακίλλους, δυνητικά αερόβιους ή αναερόβιους, θετικούς στην οξειδάση … Dictionary of Greek
πρόσημο — το, Ν μαθ. το σύμβολο συν (+) ή πλην ( ) που χαρακτηρίζει τους αριθμούς, αντίστοιχα, ως θετικούς ή αρνητικούς στην άλγεβρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + σημο (< σῆμα), πρβλ. παρά σημο] … Dictionary of Greek